- ολπίζω
- μετ. , αμετ. обл надеяться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ολπίζω — και ορπίζω (Μ ὀλπίζω) ελπίζω («θέλω να σε αφηγηθώ αφήγησιν μεγάλην... ολπίζω να σ αρέση», Χρον. Μoρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ελπίζω (πρβλ. ερμηνεύω: ορμηνεύω)] … Dictionary of Greek
οκνεύω — [οκνός] (στον Ερωτόκρ.) (το ενεργ. και το μέσ.) είμαι ή γίνομαι τεμπέλης, κυριεύομαι από ραθυμία, τεμπελιάζω (α. «αν έχω την απομονή και να μη δεν οκνέψω, / σα σιγανέψουν οι καιροί, ολπίζω να ψαρέψω», Ερωτόκρ. β. «οκνεύεται και να περπατήσει») … Dictionary of Greek